- κογχοστάτης
- οανθρωπολ. όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η διεύθυνση τού άξονα τού κόγχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + -στάτης (< ασθενές θ. στă- τού ἵστημι), πρβλ. ορθο-στάτης, παρα-στάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek